Κατηγορία: Κριτικές

Παρουσιάσεις δίσκων

DUNCAN PATTERSON – Grace Road

Εδώ έχουμε την δεύτερη προσωπική κυκλοφορία του Βρετανού Duncan Patterson τον οποίο μάθαμε όλοι αρκετά καλά από την αειθαλή προσφορά του στο υλικό των Anathema μέχρι και το Alternative 4.

Μετά την αποχώρηση του από τους Anathema ο Patterson συνέχισε την πορεία μέσα από ένα πλήθος εξαιρετικών projects (Dreambreed, Antimatter, Alternative 4, Ion, Antifear) στα οποία υπήρχε πάντα ένας κοινός παρονομαστής: Το πολύ ιδιαίτερο ύφος του δημιουργού στα μοτίβα της σύνθεσης που εν τέλη έδιναν στον ακροατή τραγούδια αν μη τι άλλο, αναγνωρίσιμα. Πιστός ακόλουθος αυτής της διαδρομής λοιπόν και στο “Grace Road” το οποίο κυκλοφορεί στις 21 Μαρτίου.

Ένα αφοπλιστικά εσωστρεφές δημιούργημα σκοτεινών αποχρώσεων βασισμένο σε lofi ενορχηστρώσεις έχουμε εδώ. Οι πρωταγωνιστές εδώ είναι δύο: Το πιάνο του Patterson και η φωνή της Παλαιστίνιας Enas Al-Said που πραγματικά κυριαρχεί με απόλυτη αρμονία μέσα από κάθε νότα της σε κάθε τραγούδι.

Και οι 5 συνθέσεις που υπάρχουν εδώ είναι μικρά αριστουργήματα. Το νοσταλγικό και αέρινα ρομαντικό “The Grace Road” -με τις κλασικότροπα σαουντρακικές αναφορές του-. Το κλειστοφοβικό “The Amber Line” με εκείνη τη ανεπαίσθητη χαραμάδα ανάσας στο ρεφρέν του (δεκάδες τα repeat). Το σχεδόν παραμυθένιο “Between Worlds” που παιχνιδίζει με τους Dead Can Dance, τους Ataraxia την Myrkur και την Chelsea Wolfe. Το αφηγηματικό “The Quiet Light” που φέρνει στο προσκήνιο την αστική σκοτεινή μουσική των καιρών μας (στην οποία ο Patterson έχει βάλει εν τέλη ένα λιθαράκι και ας μην το ξέρει ούτε ο ίδιος). Αλλά και το Absolut Absolutum, ένα κόσμημα μελαγχολίας που γίνεται νότες με τρόπο συγκεκριμένα μινιμαλιστικό.

Ο Patterson γράφει μουσική που σε αφήνει άφωνο. Η ερμηνεία της Enas Al-Said απλά μεγαλώνει την σαστιμάρα και το μόνο που μένει στον ακροατή είναι να αφεθεί στο καταφύγιο της μουσικής.

Χαίρομαι να ακούω τέτοιους δίσκους. Με πηγαίνουν σε άλλες εποχές. Σκέφτομαι να πάρω μπουφάν και να βγω έξω. Ίσως πετύχω των Patterson σε καμιά μπάρα και ας ξέρω πως το ημερολόγιο δεν δείχνει πια 2003.

Από τις κορυφαίες στιγμές στην Patterson δισκογραφία το “Grace Road”. Μην το προσπεράσεις.

Παίζω και στην εκπομπή δύο κομμάτια, μπορείς να ακούσεις εδώ.

 

UNDER A SPELL – The Chosen One (2021) – Η σαφήνεια του να ανήκεις στο σκοτάδι

Το “The Chosen One” είχε βγει το 2019 σε digital format αλλά private κοπή CD από την μπάντα. Τώρα κυκλοφορεί και πάλι από την Pure Steel. 19 Φεβρουαρίου η ημερομηνία κυκλοφορίας.

Λοιπόν εδώ έχουμε Metal στην σκοτεινή εκδοχή του, το οποίο είναι στημένο με έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο. Τα riffs ξεκινούν από το κλασσικό Heavy Metal μοτίβο και φτάνουν μέχρι και την -σχεδόν- τεχνοκρατική US Metal λογική, κρατώντας σχεδόν πάντα έναν πομπώδη χαρακτήρα μέσα στην πολυπλοκότητά τους.

Riffs που δεν θα αργήσουν να μεταμορφωθούν σε ολοκληρωμένες ενότητες κιθαρισιτκών θεμάτων, συνυπάρχοντας ειρηνικά και αρμονικά με  ιντερλούδια μυστηρίου που ανοίγουν τις πύλες των κομματιών, αλλά και με μελωδικά και ταξιδιάρικα θέματα βασισμένα σε clean κιθάρα. Τα lead parts -όπου υπάρχον- είναι μαγευτικά και φτάνουν μέχρι και τα 70ς.

Η ανατροπή έρχεται με τα Μέτζο Σοπράνο φωνητικά της Pam Rosser που πραγματικά στοιχειώνουν και απογειώνουν το υλικό. Μια αιρετική King Diamond εκδοχή; Ναι και όχι και ίσως. Ας χρησιμοποιήσω τον Diamond ως έναν απλό προσδιοριστικό όρο ή ως ένα βολικό starting point. Η Rosser την πάει αλλού τη δουλειά. Και δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς εδώ που τα λέμε μιας και τα μοτίβα στα οποία παίζει μπάλα, απέχουν από τον παροξυσμό της μπάντας του Βασιλιά.

Για την ακρίβεια η φωνή να στήνει το απόλυτο παιχνίδι κυριαρχίας, σκαρφαλώνοντας με δέος πάνω σε κάθε επικά τεχνοκρατικό riff  μεταμορφώνοντας τα τραγούδια σε μικρά αριστουργήματα.

Τα main solos είναι φανταστικά και γενικά το στήσιμο των κομματιών και απο ρυθμικής πλευράς είναι πανέξυπνο. Δεν αλλάζω με τίποτα το εμμονικό παίξιμο του Smith που παίζει σχεδόν μονάχα ντραμιστικές φράσεις αντί να κρατήσει ένα τέμπο σαν κανονικός άνθρωπος. Πρέπει να ακούσεις το δεύτερο μισό του “Voodoo Doll” που είναι βασισμένο κυριολεκτικά επάνω σε ένα drum solo για να καταλάβεις τι παιχνίδι παίζεται εδώ.

Μέσα από όλα αυτά θα βγει μια παράξενη, απόκρυφη ατμόσφαιρα που θα μου φέρει στο μυαλό αυτόν τον αιρετικά σκοτεινό σουρεαλισμό που κυριαρχούσε σε εκείνο το “The Innocent, The Forsake, The Guilty” EP των The Mezmerist από την Καλιφόρνια. Μην κάνεις το λάθος να επιχειρήσεις απόλυτη μουσική αντιστοιχί. Αναφέρομαι στην ατμόσφαιρα του συνόλου και μόνο.

Το άλμπουμ θα σε παρασύρει σταδιακά στην δύνη του και όταν μετά την πρώτη ακρόαση θα έχεις πάθει κάποιου είδους εξάρτηση, έλα να τα πούμε ένα χεράκι, έτσι σε φάση ότι συμπάσχουμε.

ASGARD – Ragnarøkkr – Η επιστροφή των Ιταλών παραμυθάδων

Υπάρχει θεός στο μουσικό σύμπαν μιας και έχουμε επιστροφή των Ιταλών ASGARD, 20 χρονάκια μετά το άλμπουμ τους του 2000.

Τόσο στα δύο τους demo, όσο και στο “Götterdämmerung” του 91 αλλά και στα επόμενα “Esoteric Poem” (1992), “Arkana” (1992), η μπάντα έχει βαδίσει σταθερά στο Neo Prog meets Progressive Metal meets Folk μονοπάτι.

Οι περισσότεροι τους μάθαμε με το “Imago Mundi” του 1993 -για πολλούς το καλύτερο τους άλμπουμ-. Με αυτόν τον δίσκο κλείνει η πορεία των τεσσάρων δίσκων στην αγαπημένη μας Music Is Intelligence.

Το “Drachenblut” που έσκασε μύτη το 2000 ήταν επίσης ένας ενδιαφέρον δίσκος, που βρήκε δύο από τα βασικά μέλη να έχουν μετακομίσει Γερμανία και το σχήμα να βγαίνει στο προσκήνιο με αλλαγές στο line up. Από εκεί και μετά όμως: σιγή δορυφόρου.

Με το “Ragnarøkkr” η μπάντα συνεχίζει να ξετυλίγει το μουσικό της κουβάρι 20 χρόνια μετά. Ένα υπέροχο άλμπουμ γεμάτο μελωδία, γεμάτο ζεστά folk περάσματα πάνω σε μια λυρική Neo Prog βάση, με τις κιθάρες να γίνονται βαρύτερες εκεί που πρέπει αφήνοντας χώρο τόσο για Prog Metal προσεγγίσεις, όσο και για πιο Heavy Metal θέματα σε σημεία. Ένα πανέμορφο μουσικό παραμύθι για να το πω απλά.

Κυκλοφορεί 15 Μαΐου στην Pride & Joy Music.

BLACK SWORD THUNDER ATTACK – March Of The Damned (No Remorse Records)

Είναι μια από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που οι λέξεις φαντάζουν φτωχές και ναι το δηλώνω ξεκάθαρα και με ευθύτητα πως πραγματικά δυσκολεύομαι να μεταφέρω στο χαρτί τα συναισθήματα που μου γεννάει η μουσική αυτής της μπάντας…

Άκουγα ξανά και ξανά εδώ και αρκετό καιρό το υλικό του “March Of The Damned”, ξέροντας πως κάποια στιγμή θα ερχόνταν η ώρα να καθίσω και να καταγράψω στο χαρτί για όλο αυτό το μεγαλείο που αποτυπώνεται σε κάθε νότα αυτού του αριστουργήματος.

Γνωρίζω πάρα πολύ καλά πως ηθελημένα ή αθέλητα οι BLACK SWORD THUNDER ATTACK από την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας ακολουθούνται από δύο πολύ συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς στις συνειδήσεις αυτών που τους ακολουθούν χρόνια τώρα. Ο πρώτος είναι ο χαρακτηρισμός της cult, obscure μπάντας και ο δεύτερος είναι ο χαρακτηρισμός της μπάντας που έχει βασίσει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο της στην κληρονομιά των LORDIAN GUARD / WARLORD.

Κανένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν είναι χωρίς βάση, κανένας από τους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς δεν έχει ειπωθεί -και δεν τους έχει χρεωθεί αν θέλετε- άδικα, κανένας από τους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς δεν προσθέτει πρόσημο αρνητικό στο γίγνεσθαι τούτης της μπάντας. Υπάρχει όμως μια μεγάλη, βασική και ουσιαστική διαφορά:

Αυτό που καταθέτουν οι BLACK SWORD THUNDER ATTACK με την μουσική τους βρίσκεται πολύ πιο πάνω από την οποιαδήποτε απόπειρα -έστω και λεκτικής- κατάταξής τους στο οποιοδήποτε καλούπι του οποιουδήποτε χαρακτηρισμού.

Αυτό που καταθέτουν οι BLACK SWORD THUNDER ATTACK με την μουσική τους είναι η πεμπτουσία του Επικού ήχου.

Ποτέ δεν εμφανίστηκε και δεν θα εμφανιστεί κάτι ανάλογο και να είστε σίγουροι πως ζυγίζω πάρα πολύ καλά τα λόγια μου, έχοντας κυριολεκτικά ρουφήξει κάθε σπιθαμή της μουσικής τούτης της μπάντας. Έχοντας κυριολεκτικά ξοδέψει ώρες επί ωρών με τα τραγούδια τους.

Μπορώ να δεχτώ την χρήση χαρακτηρισμών -άλλωστε το έκανα ήδη και εγώ κάνοντας αναφορά για “Επικό ήχο”-. Μπορώ να δεχτώ την ανάλυση και υπερανάλυση επιρροών και τις αναφορές σε σχήματα ή / και τάσεις, όλα αυτά στην προσπάθεια περιγραφής του ηχητικού Black Sword στίγματος. Διαβεβαιώνοντας στο τέλος και καταλήγοντας στο ξεκάθαρο συμπέρασμα πως το τελικό αποτέλεσμα που καταθέτουν οι Attack με τα κομμάτια τους είναι κάτι το μοναδικό, είναι κάτι το ολότελα δικό τους. Είναι η σφραγίδα τους. Μια σφραγίδα που τους δίνει μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων.

Η μυσταγωγία, ο λυρισμός, το μυστήριο, το σκοτάδι, η αγωνία και η συγκίνηση δεν είναι έννοιες που απλά συναντιούνται στα τραγούδια αυτής της κυκλοφορίας ως κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα ή αποτέλεσμα. Είναι έννοιες που παίρνουν την πραγματική τους υπόσταση και που κορυφώνονται σε βαθμό απόλυτο μέσα στο έργο των BLACK SWORD THUNDER ATTACK.

Ας κάνω μια προσπάθεια να αναφερθώ ξεχωριστά στα στοιχεία εκείνα που παίζουν για μένα ρόλο πρωταγωνιστικό σε τούτη την μπάντα και το έργο της.

Οι κιθάρες. Ναι. Το κιθαριστικό τους πορτραίτο είναι σαφώς επηρεασμένο από LORDIAN GUARD και WARLORD, δεν είναι μια απλή ασυνείδητη επιρροή σαν αυτές που περνούν σε κάθε μουσικό. Εδώ έχουμε συνειδητή μελέτη. Πρόσεξε όμως, μελέτη, όχι αποστήθιση και παπαγαλία. Η Lordian τεχνοτροπία με τις αναγεννησιακές της ανησυχίες και με τα κυκλικά και επαναλαμβανόμενα θέματα υπάρχει και αποδίδεται με πιστότητα που εκπλήσσει. Δίπλα όμως σε όλα αυτά βρίσκεται ένα πολύ συγκεκριμένο προσωπικό κιθαριστικό στυλ προικισμένο με την σαφήνεια των κυρίως θεμάτων -κάντε τον κόπο και ακούστε ένα προς ένα όλα τα βασικά κουπλέ των κομματιών που υπάρχουν εδώ για να καταλάβετε τι εννοώ-, υπάρχει αυτή η λαμπρότητα στα σόλο που τα κάνει να ακούγονται σαν μικρά, λυτρωτικά κρετσέντα, και υπάρχει και αυτή η πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση με τις κατάλληλες νότες στα κατάλληλα θέματα, ρυθμικά και σολιστικά, που θα φέρει στο προσκήνιο αυτό το μεθυστικό πάντρεμα επικής μελαγχολίας,  νοσταλγίας και αγωνίας. Θα ήταν λοιπόν μεγάλη αδικία όλον αυτόν το κιθαριστικό πλούτο να τον περιγράψει κανείς απλά ως “Lordian Guard worship”.

Τα πλήκτρα παίζουν καθοριστικό ρόλο στον ήχο του υλικού. Είναι προικισμένα με την απόλυτη σαφήνεια μιας και τα θέματα τους μπορείς να τα σιγοτραγουδήσεις σχεδόν αυτούσια. Κουβαλούν μια συνειδητή dungeon synth αισθητική και επιμένουν σε έναν μινιμαλισμό ο οποίος δρα αφοπλιστικά. Με λίγα λόγια μπορείς να ξεχάσεις τον τίτλο του τραγουδιού για παράδειγμα, αλλά όχι τις μελωδίες των πλήκτρων. Μελωδίες που θα τυλίξουν υπόγεια κάθε κιθαριστικό θέμα που υπάρχει σε κάθε κομμάτι, θα δώσουν έμφαση σε σημεία -όπως για παράδειγμα στην εισαγωγή του “Don’t Hear the Sirens” μα κυρίως στην εξέλιξη του βασικού κουπλέ του, αναπαριστώντας τον ήχο της σειρήνας που σε υπνωτίζει προς τον θάνατο.

Τα φωνητικά και οι μελωδίες τους. Μου είναι αδύνατον να διαχειριστώ τόση έμπνευση. Οι φωνητικές μελωδίες κάνουν στην κυριολεξία κτήμα τους κάθε κομμάτι, ακολουθώντας όμως την απόλυτη αρμονική ταύτιση με τα μικρά θαύματα των υπόλοιπων οργάνων. Η χροιά της τραγουδίστριας θα χαραχτεί στην μνήμη από το πρώτο άκουσμα. Και εδώ υπάρχει η εμμονή σε μια αφοπλιστική σαφήνεια σε κάθε θέμα, κάθε φωνητικής μελωδίας. Νοοτροπία και πάλι μινιμαλιστική που σου δείχνει πως με τα απολύτως απαραίτητα μπορείς να δημιουργήσεις θαύματα αν έχεις το χάρισμα να το κάνεις. Στήσε αυτί και άκου τις δεύτερες φωνές, άκου τις καταλήξεις στις λέξεις που μοιάζουν να χάνονται στην δύνη της μουσικής: γνώρισμα χαρακτηριστικό και εν τέλη κομμάτι αναπόσπαστο της αισθητικής του μαύρου σπαθιού που αποτελεί και συνδετικό κρίκο με την demo εποχή του σχήματος και τις τότε φωνητικές προσεγγίσεις.

Οι στίχοι. Στην περίπτωση των BLACK SWORD THUNDER ATTACK η επίδραση των στίχων επάνω στο σύνολο είναι καθοριστική. Απόλυτη σαφήνεια, κανένας συμβολισμός. Τρομακτική ευθύτητα. Ποτέ όμως οι λέξεις δεν άσκησαν τέτοια δυναμική επάνω σε επικό κομμάτι πιστέψτε με. Παίζει φυσικά ρόλο και το πως έχει τραγουδηθεί ο κάθε στίχος ξεχωριστά, στήσε αυτί και άκου για παράδειγμα πως τραγουδιέται η απλή φράση “We can’t remember how they came to bring the reign of evil”, στο “Evil Sorcery”, αρκεί μια και μόνο απλή ανάγνωση του στίχου μα και μια απλή ακρόαση της ερμηνείας για να σου μεταδοθεί -πρόσεξε όχι να ακούσεις, αλλά να σου μεταδοθεί σαν βίωμα- η απόγνωση αυτού που πολεμά με έναν άγνωστο εχθρό.

Η ατμόσφαιρα. Η συνολική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο υλικό είναι κάτι το άφταστο και είναι βασικά το πιο έντονο χαρακτηριστικό εδώ. Στα δικά μου αυτιά και στην δικιά μου ψυχή τα τραγούδια τούτης της μπάντας αποτυπώνουν το “Επικό” στην απόλυτη του ολοκλήρωση. Την κάθοδο στις φωτιές της κόλασης, την μάχη με το άγνωστο κακό, την συνειδητή πορεία προς την τελική αναμέτρηση που θα φέρει μονάχα θάνατο. Το μήνυμα του απόλυτου χαμού. Όλα αυτά δοσμένα με νότες, με στίχο, με ερμηνεία. Η απόλυτα λυρική κατάθεση μέσα από το πρίσμα ενός ξεχωριστού και ιδιαίτερου επικού μυστικισμού που συναντά την ολοκλήρωση του μέσα από την μουσική αυτής της μπάντας.

Και τα τέσσερα κομμάτια της κυκλοφορίας είναι έπη (“Don’t Hear The Sirens”, “Evil Sorcery”, “Messenger”, “March Of The Damned / Through The Fires Of Hell”). Ξεχωριστή θέση για μένα παίρνει το “Messenger”. Ένα μικρό αριστούργημα προικισμένο με όλη αυτή την 70ς νοσταλγικότητα που συναντάς σε εκείνα τα μικρά – μεγάλα άλμπουμ της εποχής που επιχειρούν να προσεγγίσουν το επικό, όχι ντε και καλά θεματολογικά σε κάθε περίπτωση, μα κυρίως μέσω της σύνθεσης και της ερμηνείας. Η συγκινητικά αφηγηματική μορφή του συγκεκριμένου τραγουδιού που ξετυλίγεται σιγά σιγά αποκαλύπτοντας την μεγαλειώδη επική υπόσταση του, με αφήνει πραγματικά άφωνο. Βάζω το κομμάτι αυτό σε ίδιο ίσως και ανώτερο επίπεδο με κομμάτια θεσμούς όπως το “Secret Of Steel” ή το “Black Mass”.

Μερικές τελευταίες σκέψεις για το κλείσιμο.

Η συγκεκριμένη κυκλοφορία έχει ιστορική σημασία, θα το δούμε και θα το ξανακουβεντιάσουμε στο μέλλον.

Δεν θέλω να ξανακούσω ούτε κουβέντα για νεόκοπες epic μπαντούλες, από την στιγμή που το “March Of The Damned” υπάρχει εκεί έξω.

Η μουσική την BLACK SWORD THUNDER ATTACK δεν είναι για διασκέδαση. Είναι για ψυχαγωγία, με την πραγματική έννοια του όρου: Αγωγή της Ψυχής.

Υποκλίνομαι.

Χρήστος Παπαδάκης

 

 

 

 

GYGAX – High Fantasy

Εάν έπρεπε να περιγράψω τη μουσική των GYGAX με δυο λέξεις, τότε σίγουρα θα μιλούσα για πολύ ενέργεια. Αν βέβαια επέλεγα να μιλήσω για πολύ Thin Lizzy, θα έπεφτα και πάλι μέσα. Μια ματιά στις προηγούμενες δουλειές και την ιστορία της μπάντας, είναι αρκετή για να απαντήσει στο γιατί θα ίσχυε κάτι τέτοιο.

Οι GYGAX δημιουργήθηκαν προ πενταετίας από ό,τι απέμεινε απ’ τους GYPSYHAWKS και επιδίδονται μέχρι και σήμερα σε ανελέητο χαρντ ροκ στα βήματα των THIN LIZZY και των UFO. Με σύγχρονους όρους θα λέγαμε πως είναι «συνάδελφοι» των VOJD και των TANITH σε ό,τι αφορά τον ήχο, αλλά διακατέχονται από μία σαφώς πιο χαβαλετζίδικη διάθεση.

Όπως προδίδει και ο τίτλος, η μπάντα συνεχίζει στο nerdy μοτίβο των προηγούμενων δίσκων, με το Dungeons & Dragons να είναι η κύρια πηγή έμπνευσης στο στιχουργικό κομμάτι. Βασικά, οι στίχοι είναι D&D, δεν είναι απλά επηρεασμένοι από αυτό. (σσ: Gygax = Gary Gygax, δημιουργός του D&D.) Το ίδιο ισχύει και για το φοβερό εξώφυλλο που φιλοτέχνησε για ακόμα μια φορά ο Fares Maese. Επικό, παραμυθένιο, και πιασάρικο.

Το πρώτο που γίνεται ξεκάθαρο με το “High Fantasy” είναι πως οι GYGAX λατρεύουν τη κιθάρα σαν όργανο. Ο δίσκος είναι γεμάτος από καλοδουλεμενα κιθαριστικά leads, που, είτε μιλάμε για διπλές a la THIN LIZZY μελωδίες, είτε για αυτούσια solos, κάνουν τον συγκεκριμένο δίσκο να ξεχωρίζει από το «σωρό». Τραγούδια όπως τα “Something so Familiar” και “High Fantasy” είναι ίσως το καλύτερο παραδείγματα για αυτό που περιγράφω, με τα leads να είναι εκφραστικά, πιασάρικα και ιδιαιτέρως uplifting. Τα φωνητικά, αν και σαφώς βελτιωμένα σε σχέση με το “2nd Edition”, δε ξεφεύγουν από τη πεπατημένη του είδους. Ο Eric Harri, σαν γνήσιος ρόκερ που είναι, τραγουδά με όρεξη ιστορίες για μάγους, πολεμιστές και τέρατα, αλλά εκεί που πραγματικά διαπρέπει είναι το μπάσο. Ναι, ο τύπος τραγουδά και παίζει μπάσο ταυτόχρονα (ποιον μας θυμίζει άραγε), και δε σταματά να γκρουβάρει ούτε λεπτό. Τα τύμπανα έρχονται και κουμπώνουν γάντι με τις μπασογραμμές του, και αν και υπερβολικά ανά σημεία, δεν κουράζουν σε καμία περίπτωση. Αν δεν διάβαζα πως η μπάντα έχει πληκτρά, και μάλιστα μόνιμο, δεν θα καταλάβαινα ποτέ πως στο δίσκο υπάρχουν πλήκτρα. ΟΚ, υπερβάλλω μόνο και μόνο για να δείξω πως μένουν πάντα στο παρασκήνιο και πως ο ρόλος τους είναι καθαρά βοηθητικός.

Γενκα το “High Fantasy” είναι ένας ισορροπημένος δίσκος. Κινείται από την αρχή μέχρι το τέλος σε mid-tempo – και βάλε – μονοπάτια, ενώ κανένα από τα κομμάτια δεν ξεπερνά τα 4 λεπτά. Έχει αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο πως η μπάντα είναι της «σχολής» των AC/DC, καθώς δε φαίνεται να την ενδιαφέρει να πάει τον ήχο της «αλλού». Δεκτό. Πάντα, όμως, θα υπάρχει χώρος για κάτι καινούριο, όσο μικρό και είναι αυτό. Για παράδειγμα, το instrumental “Acquisition, Magnus Canis” μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι άκρως πιο ενδιαφέρον από το 2λεπτο «σφηνάκι» που κάποιος πέταξε στη μέση του δίσκου. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα κομμάτια σε μικρότερο βαθμό βέβαια. Δεν υπάρχουν fillers, αλλά όταν έχεις μια μπάντα που μπορεί να δώσει πολλά περισσότερα από αυτά που ακούς στο δίσκο, τότε ο παραπάνω συνειρμός γίνεται σχεδόν αυτόματα. 

Οι GYGAX με τον τρίτο τους δίσκο δεν απογοητεύουν, παράλληλα, όμως, δεν καταφέρνουν και να εκπλήξουν. Το καλοπαιγμένο χαρντ ροκ τους είναι σίγουρα άξιο προσοχής και όποιος περιμένει κάτι παραπάνω από αυτό, μάλλον θα απογοητευτεί.

SCALD – Will of Gods Is a Great Power

«Το θέλημα των Θεών είναι μεγάλη δύναμη». Ακόμα και ένας άθεος θα πίστευε κάτι τέτοιο. Και αυτό όχι γιατί θα άλλαζε η κοσμοθεωρία του, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ικανός να κατασκευάσει Θεούς και Δαίμονες προκειμένου να δώσει σκοπό στο Εγώ του.

Κάπως έτσι είμαστε και εμείς οι «μεταλλάδες». ‘Ενα υποείδος μουσικοφίλων, που – μεταξύ άλλων – τα τελευταία χρόνια αρέσκεται στο να ξετρυπώνει και να φέρνει στο φως κάθε είδους «ακατέργαστο υλικό». Άλλος για τη ματαιοδοξία της πρωτιάς, άλλος για τη τσέπη του και άλλος για την ευχαρίστηση του να δίνεις μια νέα ζωή σε κάτι ξεχασμένο. Αποτέλεσμα αυτού; Επανεκδόσεις κάθε λογής. Έχουμε φτάσει να έχουμε ακόμα και την επανέκδοση της επανέκδοσης. Κάτι τέτοιο γίνεται εδώ και με τους SCALD και το Will of Gods Is a Great Power.

Το ποιοι είναι οι SCALD και το τι εστί Will of Gods Is a Great Power, λογικά το γνωρίζετε ήδη οπότε δε θα επεκταθώ. Σε περίπτωση θέλετε να φρεσκάρετε τη μνήμη σας, να πούμε συνοπτικά πως οι Ρώσοι, με μόλις ένα δίσκο στο ενεργητικό τους, αποτελούν ίσως την πιο cult μπάντα στο χώρο του επικού doom metal. Η δε φωνή του ηγέτη και οραματιστή της μπάντας Agyl – ο τραγικός χαμός του οποίο αποτέλεσε «ταφόπλακα» για το συγκρότημα – είναι από τις πιο ιδιαίτερες του ιδιώματος. Πολλοί μάλιστα φτάνουν να τον συγκρίνουν με τον Robert Lowe των δύο πρώτων SOLITUDE AETURNUS. Δεν θα συμφωνήσω, αλλά μπορώ να τους καταλάβω.

Η Ordo MCM, λοιπόν, ανέλαβε να επανακυκλοφορήσει σε διπλό βινύλιο το Will Of The Gods Is Great Power, διατηρώντας έτσι τον ελαφρώς αλλαγμένο τίτλο των προηγούμενων επανεκδόσεων. Η επανακυκλοφορία εκτός του άλμπουμ περιλαμβάνει 4 ακόμα bonus tracks… τα οποία συναντώνται και στο Agyl’s Saga, μια συλλογή του 2013 που εκτός του Will…, περιλαμβάνει και υλικό από την προ-Scald περίοδο, όταν η μπάντα ονομάζονταν ακόμα ROSS (στα ρώσικα: РОСС). Με απλά λόγια, η επανακυκλοφορία της Ordo δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο από πλευράς μουσικής.

Ο ήχος στα κομμάτια του άλμπουμ ακούγεται ελαφρώς επεξεργασμένος σε σχέση με τη πρώτη επανέκδοση, ενδεχομένως για να «δέσουν» ηχητικά με τα bonus tracks. Τα δε bonus track προέρχονται κυρίως από live ηχογραφήσεις, οπότε ο ήχος δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Από τα 3 live ηχογραφημένα κομμάτια, το πρώτο με τίτλο “Кузнец войны” (Blacksmith Of War) αποτελεί τραγούδι των ROSS και δεν θυμίζει σε τίποτα τη μυσταγωγία των οι SCALD. Το πώς και το γιατί κατέληξε να φιγουράρει στη συγκεκριμένη κυκλοφορία ως “Scald”, μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ…

Αν δεν τρελαίνεσαι για bonus tracks ή έχεις ήδη το Agyl’s Saga στη δισκοθήκη σου, μπορείς και χωρίς τη συγκεκριμένη επανακυκλοφορία . Από την άλλη, αν είσαι completionist ή δεν πρόλαβες την πρώτη κοπή του άλμπουμ σε βινύλιο, ή αν απλά γουστάρεις το γαμάτο ασπρόμαυρο εξώφυλλο, τότε επένδυσε άφοβα. Αν είσαι «παιδί» του Agyl χαμένος δε θα βγεις σε καμία περίπτωση.

TAD MOROSE – Chapter X

Διανύουμε τη χρυσή εποχή – ή καταραμένη δεκαετία – των ’90s και τα πράγματα στο μέταλ μοιάζουν να είναι ιδιαίτερα «ρευστά». Οι καφρίλες κερδίζουν έδαφος, το NWOBHM έχει απωλέσει το θρόνο εδώ και καιρό, ενώ η Αμερικανική (και όχι μόνο) σκηνή βρίσκεται αντιμέτωπη με τη λαίλαπα του grunge.

Εκεί λοιπόν, κάπου στις αρχές της δεκαετίας, ο κόσμος έγινε μάρτυρας της «γέννησης» power/prog αριστουργημάτων σαν και αυτό εδώ:

Ήταν η εποχή που μπάντες σαν τους SYMPHONY X, CONCEPTION, KAMELOT και PSYCHOTIC WALTZ θα μεγαλουργούσαν και θα άφηναν για πάντα το αποτύπωμά τους στο μεταλλικό στερέωμα. Το δικό τους λιθαράκι σε όλο αυτό έβαλαν και οι TAD MOROSE, οι οποίοι με κυκλοφορίες όπως τα “A Mended Rhyme” και “Sender of Thoughts”, θα πλασάρονταν στις υπολογίσιμες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής σκηνής.

Τα χρόνια πέρασαν, πολλά άλλαξαν και ανάμεσα σε αυτά και ο ήχος των TAD MOROSE. Αφήνοντας στην άκρη τον prog μανδύα που τους χαρακτήριζε στα πρώτα τους βήματα, οι Σουηδοί μετατράπηκαν σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό και επιθετικό κινούμενοι σε καθαρά power μονοπάτια. Αποκορύφωμα αυτής της μεταμόρφωσης είναι η τριπλέτα “Undead”, “Matters of the Dark” και “Modus Vivendi”, που αποτελεί μέχρι και σήμερα σταθμό στην πορεία της μπάντας.

Fast forward στο σήμερα και την ανακοίνωση για το νέο δίσκο που ενθουσίασε τους φίλους της μπάντας, που, όπως και να το κάνουμε, τρέφουν ακόμα κρυφές ελπίδες για ένα νέο “Modus Vivendi”. Κατά πόσο όμως κάτι τέτοιο είναι εφικτό με τον Urban breed να είναι «αλλού» και τη μπάντα να ψάχνει ακόμα τα βήματά της πέντε χρόνια μετά το comeback;

Η απάντηση θα έρθει γρήγορα με το [single] “Apocalypse” , καθώς όλα όσα περιμένεις να ακούσεις από ένα TAD MOROSE κομμάτι είναι εκεί: τσιρίδες, ριφάρες, rhythm section που οργώνει, ταχύτητες, ατμόσφαιρα, κλπ. Επιτυχία 100%, σωστά; Όχι ακριβώς. Αφού ξεθύμανε ο αρχικός ενθουσιασμός, και αφού το κομμάτι έκανε τον κύκλο του, κάτι δε μου κόλλαγε, πράγμα που συνεχίστηκε και αφού το πήρα το δισκάκι στα χέρια μου.

Όλα τα επιμέρους συστατικά του άλμπουμ σε προδιαθέτουν για το ιδανικό αποτέλεσμα, αλλά στα αυτιά μου τουλάχιστον, η μπάντα δεν φτάνει ποτέ σε αυτό. Ναι, ο δίσκος έχει καλές στιγμές (πχ “Vaunt the Cynical”, “Yet You Still Preach”, “I Am Night” & “Nemesis”) και υπάρχει ποιότητα παραγωγής, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του ακούγεται ασύνδετος, με μερικά μόνο από τα δεκατέσσερα κομμάτια να έχουν να πουν κάτι. Είναι λες και η ιστορική αυτή μπάντα έπεσε θύμα του «συνδρόμου» που διακατέχει τη σημερινή… άχρωμη power metal σκηνή.

Η μία ώρα και τέσσερα λεπτά που διαρκεί ο δίσκος είναι πάρα πολλά με αποτέλεσμα να κουράζει. Τραγούδια που αγγίζουν κατα μέσο όρο τα τεσσερα λεπτά, τελειώνουν πριν ουσιαστικά ξεκινήσουν. Τα μισά από αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να λείπουν χωρίς κανείς να καταλάβει το παραμικρό. Ίσως κάτι τέτοιο να έδινε και χώρο για την ανάπτυξη των δυνατών κομματιών του δίσκου που θα μας έκαναν να παραμιλάμε. Ίσως.

To “Chapter X” με δυσκόλεψε παραπάνω από όσο θα ήθελα. Παρόλο που προσπάθησα να μου αρέσει με τη πρώτη «αυτιά», τελικώς αρκέστηκα στα μετρημένα κομμάτια που πραγματικά είχαν κάτι να μου πουν. Στην ερώτηση «αξίζει ο δίσκος;» θα απαντήσω με ένα κοφτό και μετρημένο «ναι». «Ναι», μόνο και μόνο για τα κομμάτια που μετράνε. «Ναι», γιατί στην τελική μιλάμε για δίσκο TAD MOROSE που ίσως και να αποτελεί πολυτέλεια στις μέρες μας.

RAGENHEART – The Last King

Με τη προηγούμενη κυκλοφορία τους να τοποθετείται πριν από περίπου οκτώ χρόνια, είναι ξεκάθαρο πως οι RAGENHEART έπρεπε να πάρουν το χρόνο τους και να κάνουν τα πράγματα με το δικό τους ρυθμό.

«Αν θες να πας γρήγορα, πήγαινε μόνος, αλλά αν θες να πας μακριά, πήγαινε με παρέα» λέει το ρητό και τα παιδιά φαίνεται να συμφωνούν. Το lineup έχει μείνει σχεδόν «ατόφιο» όλα αυτά τα χρόνια, με μοναδική εξαίρεση την αντικατάσταση των πλήκτρων από μια δεύτερη κιθάρα. Μια τέτοια κίνηση ίσως να θέλει να σηματοδοτήσει τη στροφή της μπάντα σε πιο βαρύ ήχο, οπότε θεωρώ πως μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει. Τα πλήκτρα εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάποιες από τις συνθέσεις, αλλά η παρουσία τους είναι πιο διακριτική σε σχέση με τη προηγούμενη κυκλοφορία. Ίσως σε αυτό να βοηθάει και η παραγωγή που, στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά, ακούγεται αρκετά πιο «συμπαγής» και ογκώδης.

Σε ότι αφορά το μουσικό κομμάτι τώρα, έχουμε να κάνουμε με 9 + 2 (intro/outro) κομμάτια αγνού metal με αρκετά power στοιχεία, αλλά και αρκετές πινελιές από το κλασικό «ρεπερτόριο». Έτσι, όσο ο δίσκος παίζει είμαι σίγουρος πως θα εντοπίσετε επιρροές από αγαπημένες κλασικές μπάντες όπως BLACK SABBATH (Dio/Tony Martin era), SAXON, BON JOVI, αλλά και πιο σύγχρονες, όπως WOLF (Swe), τελευταία JAG PANZER, MYSTIC PROPHECY κλπ. Στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, οι συνθέσεις κινούνται σε mid-tempo ρυθμούς, αλλά υπάρχουν κομμάτια, όπως το επιθετικό “Fear” ή το μελωδικό “The End”, που αποκλίνουν του κανόνα.

Αν ρωτήσεις τριγύρω για το “καλύτερο” κομμάτι του δίσκου, είμαι σχεδόν σίγουρος πως οι περισσότεροι θα απαντήσουν ότι πρόκειται για το ομώνυμο, “The Last King”, και δεν θα έχουν άδικο. Εγώ πάντως μιας και είμαι πνεύμα αντιλογίας, θα έλεγα ότι η μπάντα ξεδιπλώνει τη δυναμική και το ταλέντο της στο δεύτερο μισό του δίσκου. Ναι, τα “The Last King” και “Fear” είναι φοβερά, αλλά κομμάτια σαν τα “Dreamer”, “Forever Rain”, “Metal Rules the Night” και το αγαπημένο μου “The End”, κατάφεραν να χτυπήσουν περισσότερες ευαίσθητες χορδές σε σχέση με τα πρώτα.

Ρίχνοντας μια ματιά στο εικαστικό κομμάτι της κυκλοφορίας, είναι προφανές ότι η μπάντα τρέφει μια αδυναμία για τη Βυζαντινή ιστορία. Αυτός είναι και ο λόγος που ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο, και το opener, “The Last King”, είναι αφιερωμένα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Δυστυχώς όμως, για εμάς, τους φίλους της ιστορίας και των concept άλμπουμ, η ενασχόληση της μπάντας με τη συγκεκριμένη θεματολογία σταματά εκεί, καθώς όλα τα υπόλοιπα κομμάτια πραγματεύονται διαφορετικά θέματα.

Θα ήθελα να σταθώ για λίγο στο κομμάτι της θεματολογίας. Θα ήθελα να δω περισσότερες μπάντες να καταπιάνονται με την ιστορία της Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής κατά το μεσαίωνα. Υπερπληθώρα συγκροτημάτων αναλώνεται στιχουργικά σε ιστορίες για ιππότες, βίκινγκς ή αρχαίους τζενέρικ πολεμιστές, δίνοντας την αίσθηση πως δεν υπήρξε τίποτε άλλο στο πέρασμα των αιώνων. Ίσως η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος να μην είσαι τόσο θελκτική (δε πουλάει βρε αδερφέ, τι να κάνουμε), αλλά προσεγγίσεις όπως το concept 1821 των MARAUDER ή το Bleed Babylon Bleed των REFLECTION είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσες.

Αρκετά όμως με τη γκρίνια μιας και κάπου εδώ θα πρέπει να κλείσω.

Συνοψίζοντας θα πω πως όσοι από εσάς τη «βρήκατε» με τον πρώτο δίσκο, αυτόν εδώ θα τον λατρέψετε. Από την άλλη, για όσους το The Last King αποτελέσει τη πρώτη επαφή με την μπάντα, είμαι σίγουρος πως θα βρείτε αρκετό «ψωμί» για πρώτο άκουσμα.

Tracklist: 1. A Thousand Years Empire / 2. The Last King / 3. Fear / 4. The Echo / 5. The Mirror / 6. Metal Rules The Night (The 80’s Outcast) / 7. Dreamer / 8. Blind Alley / 9. Forever Rain / 10. The End / 11. Our Mighty Past

Facebook: https://www.facebook.com/Ragenheart
Website: http://www.ragenheart.net

OCEAN OF GRIEF – Nightfall’s Lament

Μερικές φορές εύχεσαι να γύριζες το χρόνο πίσω για να αλλάξεις επιλογές για τις οποίες μετάνιωσες. Κάπως έτσι ξεκινά η σχέση μου με τη μουσική των OCEAN OF GRIEF.

ocean of grief

Ήταν τέλος του 2017 όταν έπεσα πάνω στο Fortress of My Dark Self, το πρώτο EP της μπάντας που τότε έκλεινε ένα χρόνο ζωής. Εκείνη ήταν και η στιγμή που μετάνιωσα που δεν είχα προσέξει νωρίτερα τους συγκεκριμένους κύριους (και κυρία), παρόλο που είχα την ευκαιρία. Και αυτό γιατί μετά από καιρό είχα μπροστά μου μία doom/death μπαντα που με κράτησε κολλημένο στο ηχείο μου από την αρχή μέχρι το τέλος.

Στις αρχές του 2018 κυκλοφορούν τη πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά με τίτλο Nightfall’s Lament. Τα θετικά δείγματα γραφής του EP εξαργυρώνονται και επιβεβαιώνουν αυτό που η μπάντα μας έλεγε από την αρχή και όλοι είχαμε ψιλιαστεί. Αυτό που φτάνει στα αυτιά μου δεν αποκλίνει στο ελάχιστο από αυτό που περίμενα να ακούσω: μεγαλοπρεπές death/doom, ντυμένο με μελωδικές γραμμές που σου χαράσσονται στο μυαλό με την πρώτη κιόλας ακρόαση.

Η ατμόσφαιρα που εκπέμπει ο δίσκος σίγουρα θυμίζει αρκετά και αγαπημένα ακούσματα. Ταυτόχρονα, όμως, η απαραίτητη φρεσκάδα που χρειάζεται για να το ξεχωρίσει από τις μάζες είναι εκεί. Έτσι, κατά σημεία μπορείς να διακρίνεις επιρροές από μπάντες όπως MY DYING BRIDE, ENSHINE, NOVEMBERS DOOM & DAYLIGHT DIES, που περασμένες από το χωνευτήρι των OCEAN OF GRIEF, ζυμώνονται σε ένα νέο συνονθύλευμα συναισθηματικής καταχνιάς.

Αργόσυρτα και mid-tempo riffs, μεστές κιθαριστικές μελωδίες, ακουστικά bridges και φυσικά τα trademark για το είδος φωνητικά, είναι τα τυπικά στοιχεία που περιμένει κανείς από μία μπάντα του είδους. Έτσι και εδώ. Στα χαρτιά τίποτα δεν ξεφεύγει από τη πεπατημένη, αλλά στην ουσία το αποτέλεσμα σε μαγνητίζει χωρίς να το καταλάβεις. Μην με ρωτήσετε γιατί. Είναι ίσως σαν τις συνταγές μαγειρικής. Τις ακολουθείς κατά γράμα, αλλά χρειάζεται και λίγο «μαγεία» για να πετύχεις κάτι το ξεχωριστό.

Τι και αν για το The Living Waters των LAST CHAPTER είχα γράψει ότι δεν ενδείκνυται για αποσπασματική ακρόαση; Για το NIGHTFALL’S LAMENT θα το επαναλάβω και θα το πάω ένα βήμα παραπέρα. Πατήστε, λοιπόν, το play και χαθείτε, άφοβα, στα πεδία της απόγνωσης και τη μελαγχολίας. Doom on…

LAST CHAPTER – The Living Waters

Το ημερολόγιο γράφει 1997. Η τεχνολογία των υπολογιστών καλπάζει ασταμάτητα. Τα ζωντανά χρώματα έχουν κατακλύσει τις οθόνες μας, και οι απανταχού teenagers «στεγνώνουν» τα μάτια τους μπροστά από τρισδιάστατα γραφικά δίχως αύριο.

Το τελευταίο ήταν και αυτό που δεν άφησε ασυγκίνητα κάποια παλικάρια στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Οι LAST CHAPTER, από το Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών, επιλέγουν μία τρισδιάστατη αισθητική προσέγγιση για το εικαστικό μέρος της πρώτης τους κυκλοφορίας. Καλή σκέψη, τίμια προσπάθεια, αλλά το αποτέλεσμα καταλήγει «άγουρο», για να μην πω άχαρο.

Φωτεινά χρώματα, αλλόκοτα τοπία, σκυθρωπές φιγούρες, ανύπαρκτο λογότυπο και βιβλικές αναφορές στον τίτλο, δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να χτίσεις γέφυρα επικοινωνίας με τους επίδοξους ακροατές σου. Βλέποντας το εξώφυλλο για πρώτη φορά, φαντάστηκα πως έχω να κάνω με κάποια «πλαστική» power metal μπάντα της οκάς, ή ακόμα χειρότερα, με κάποιον ματαιόδοξο / βιρτουόζο / multitasking κιθαρίστα. Ξέρετε, από αυτούς που τα κάνουν όλα μόνοι τους γιατί «αυτοί ξέρουν».

Πόσο λάθος ήμουν.

Το THE LIVING WATERS, μετά από χρόνια πνευματικής πέψης (τς τς), έχει καταλήξει να αποτελεί για μένα ένα από τα highlights του ιδιώματος που ονομάζουμε doom metal. Παρόλα αυτά, θα πρέπει δυστυχώς να το κατατάξω στα «κρυμμένα διαμάντια», μιας και έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν έτυχε της πρέπουσας προσοχής από οπαδούς και τύπο. Φτάνει μόνο μια γρήγορη αναζήτηση για να διαπιστώσετε τη σχετική ανυπαρξία κριτικών και συνεντεύξεων altogether.

Κιθάρες βαριές και απέριττες, γυρίσματα που θα ζήλευαν αρκετές “prog” μπάντες του σήμερα και μπάσο-τύμπανα που φλερτάρουν με τη Sabbath λογική των πραγμάτων, είναι διάσπαρτα σε όλο τον δίσκο και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των συνθέσεων. Η έξυπνη και ανα σημεία χρήση των πλήκτρων/guitar synth καταφέρνει να δώσει ένα ακόμα πιο σκοτεινό, και ίσως κλειστοφοβικό, τόνο στην όλη ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να αλλιώνει τον αμιγώς doom χαρακτήρα του δίσκου. Τέλος, πίσω από το μικρόφωνο βρίσκεται ο ROBERT LOWE, ο οποίος φαίνεται πως βρήκε τον καλύτερο τρόπο για να παραμείνει “ζεστός” μεταξύ των Downfall και Adagio. Όπως είναι λογικό, απογειώνει το υλικό – χωρίς όμως να το επισκιάζει – προσδίδοντας έτσι αίγλη στο τελικό αποτέλεσμα.

Δεν θα σταθώ σε συγκεκριμένα κομμάτια του δίσκου μιας και θεωρώ ότι πρόκειται για ένα δίσκο που δεν προσφέρεται για αποσπασματική ακρόαση. Αν θες να πιάσεις το όλο feeling that is. Σε αυτό όμως που θέλω να σταθώ είναι στο γεγονός ότι οι LAST CHAPTER, παρά τον σύντομο βίο τους και τις μόλις δύο κυκλοφορίες στο ενεργητικό τους, κατάφεραν να απαντήσουν σε ένα ερώτημα που άλλοι συνάδελφοί τους με πλουσιότερο βιογραφικό, αποτυγχάνουν να απαντήσουν εδώ και χρόνια. Το ερώτημα; Πώς να δημιουργήσεις ένα doom metal δίσκο με χαρακτήρα χωρίς να ακουστείς σαν το 99% των συγκροτημάτων που υπάρχουν εκεί έξω. Ο “μπαμπάς” τους θα ήταν κάτι παραπάνω από περίφανος.