Είναι Σάββατο. Το πρωινό ξεκινά με ένα δυναμικό τριωράκι φυσικοχημείας στο φροντιστήριο. Η συνέχεια της ημέρας; Προδιαγεγραμμένη όπως κάθε εβδομάδα άλλωστε – αναζήτηση μουσικών «εδεσμάτων» στο κέντρο της Αθήνας. Τα ελάχιστα φράγκα, η σιγανή βροχή και το χαλασμένο μου walkman, είναι παραπάνω από καταλυτικά για τη μίζερη διάθεσή μου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είμαι και αναποφάσιστος. Τα “SOS” του METAL INVADER δεν βοήθησαν καθόλου και έτσι δεν ξέρω που να πονταρω τα λιγοστά χρήματά μου.

Φτάνω με το λεωφορείο στο τέρμα Ακαδημίας. Η ψιχάλα έχει μετατραπεί σε μπόρα και τα λιγοστά βήματα που κάνω μέχρι να χωθώ κάτω από τις πολυκατοικίες είναι αρκετά για να γίνω λούτσα. Ψελλίζω λίγα «γαλλικά» απευθυνόμενος στους ουρανούς και μπαίνω – στάζοντας – στο STEEL GALLERY (ex-Unisound). Χαιρετώ τον «Όμεν» και κατευθύνομαι προς τα ράφια με τα βινύλια. Ο ψυχαναγκασμός μου δεν μου αφήνει περιθώριο από το να ξεκινήσω την αναζήτησή μου αλφαβητικά.

Αφού προσπερνώ BLACK SABBATH, BOLT THROWER, CHASTAIN και CITIES, πέφτω πάνω σε ένα μαύρο εξώφυλλο το οποίο θυμίζει Black Album. «Μόνο που είμαι ακόμα στο “C”», σκέφτομαι. Προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω αυτό που έχω μπροστά μου, όταν μπαίνει στο μαγαζί ένας χαιτέος. Το μουσκεμένο τζιν μπουφάν του ξεχειλίζει ατσάλι. Χαιρετά τον Όμεν και έρχεται προς το μέρος μου για να ριχτεί στη ίδια μάχη με μένα.

Παιδιά για υιοθεσία…

Λίγο αργότερα, και ενώ αναρωτιέμαι πως οι θεούληδες στην BLACK DRAGON κατόρθωσαν να συνδυάσουν το σχεδόν ψυχεδελικό οπισθόφυλλο του τρισμέγιστου ERIC LARNOY με την εξωπραγματική φράντζα του LEIF EDLING, ακούω από πίσω μου μια φωνή.

– Χαιτέος: Φιλαράκι, δεν είναι και πολύ καλό το συγκεκριμένο…
– Εγώ: Ναι, ε; Γιατί;
– Χ: Ε, πολύ βαρετοί. Παίζουν αργά, δύο νότες το λεπτό… χαχα!
– Ε: Μάλιστα…
– Χ: Ναι! Σκέψου Sabbath, αλλά με σόλα (σσ: κιθαριστικά) Malmsteen.
– Ε: Το’ πιασα. Σ’ ευχαριστώ.
– Χ: Τίποτα αδερφέ. Τσέκαρε καλύτερα τους ___ να γουστάρεις γκάζια!
– Ε: Έγινε φίλε, να’ σαι καλά!

Ο τύπος πρέπει να μου έκανε πλάκα! Τι καλύτερο από ριφάρες Sabbath με neoclassical σολάρες;! «Αυτοί οι θρασάδες πρέπει να το έχουν κάψει από το πολύ τούπα – τούπα,» σκέφτομαι βαδίζοντας προς το ταμείο με το βινύλιο στο χέρι. Νιώθω λίγες τύψεις που αγνοώ τις συμβουλές του είναι η αλήθεια. Τελικά, καταθέτω τις παπαριασμένες από τη βροχή δραχμές μου στο metalικό παγκάρι του Steel Gallery και παίρνω τον μακρύ – και υγρό – δρόμο της επιστροφής.

Μετά από πολύ ύπτιο, κόπο και απόγνωση, μπαίνω σπίτι όπου και διαπιστώνω πως όλοι λείπουν. Στιγμιαίο WTF, μέχρι να μου έρθει: τους είχε «μαγκώσει» η θεία μου σε τραπέζωμα. «Ωραία…». Αράζω καναπέ έχοντας ήδη πατήσει το «ΟΝ» στο πικαπ. Η βελόνα συναντά κάπως άτσαλα τα grooves και εγώ στήνω αυτί για να ακούσω τις Sabbath ριφάρες που μου υποσχέθηκαν. Πόσο αθώος ήμουν…

Η μουσική ξεκινά με τη δωδεκάχορδη θεά να υφαίνει τον ιστό της, απλώνοντας έτσι μια πρωτόγνωρη μαυρίλα στο δωμάτιο. Τα πλήκτρα που ακολουθούν μου φέρνουν στο μυαλό σκηνές από ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου, ενώ η παραμορφωμένη – από τα εφέ – φωνή του JOHAN LÄNGQUIST αποδομεί όλη μου την ύπαρξη λέξη προς λέξη. Σαστίζω. Σίγουρα δεν είναι αυτό που περίμενα να ακούσω.

Ασυναίσθητα σηκώνομαι και ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Η καταιγίδα τόση ώρα δε λέει να κοπάσει. Έχει σκοτεινιάσει και το μόνο που φαίνεται είναι τα φώτα του δρόμου που καθρεφτίζουν στη βροχή. Η εισαγωγή τελειώνει, δίνοντας έτσι ευκαιρία για μερικές ανάσες. Απρόσμενα γενναιόδωρο.

«Please, let me die in solitude…» και τα ρεύματα στις κιθάρες ανεβαίνουν επικίνδυνα.

Μια από αυτές αρχίζει να εκδηλώνεται αργά και βασανιστικά. Μια νότα τη φορά. Θα ορκιζόμουν πως πρόκειται για τρένο που σπρώχνει το σκουριασμένο κουφάρι του σε πείσμα του χρόνου. Κοντά έπεσα. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια και αυτό που βλέπω με τρομάζει. Το τρένο που φαντάστηκα υπάρχει, είναι μπροστά μου και σέρνει πίσω του αμέτρητες ψυχές. Είναι ένα τρένο που κυλά σε μια γη αφιλόξενη, ξένη, που υπακούει μόνο στους ρυθμούς της μπάντας. Μια νότα τη φορά. Το παρεάκι που χάζευα στο οπισθόφιλο λίγες ώρες πριν, τώρα δηλώνει παρών και οργιάζει.

Zdzisław Beksiński

Αν το EDM ήταν πίνακας ζωγραφικής, θα ήταν μάλλον ένας Zdzisław Beksiński.

Το κομμάτι τελειώνει, μα το τρένο δε σταματά. Η σιλουέτα που εμφανίζεται στη θέση του οδηγού ουρλιάζει για περισσότερο κάρβουνο. Οι θερμαστές σε έκσταση ταΐζουν το μεταλλικό θηρίο και αυτό ανεβάζει στροφές. Η απόσταση που μας χωρίζει μικραίνει και, πλέον, μπορώ να δω καθαρά. Τώρα πια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η θέση μου είναι δίπλα σε όλες αυτές τις καταραμένες ψυχές, που ένας θεός ξέρει πόσο καιρό περιφέρονται βουβές σε αυτή την στείρα γη. Ανάσα βαθιά, κλεφτή ματιά πίσω και το ταξίδι ξεκινά…

Το ημερολόγιο έγραφε 10 Ιουνίου 1986 όταν οι Σουηδοί κυκλοφόρησαν το δίσκο που έμελλε να ορίσει ένα ολόκληρο ιδίωμα. Epicus Doomicus Metallicus. Τρεις λέξεις που τον περιγράφουν όσο τίποτα άλλο, και που, μοιραία,  συνδέθηκαν με ένα και μόνο όνομα. CANDLEMASS. Οι σκοτεινές ιστορίες για διαβολικές πύλες και μάγους που ξεδίψασαν με αίμα, αποτέλεσαν την ιδανική μαγιά για όσα επακολούθησαν, ενώ η μουσική αφήγηση του LEIF EDLING – ο οποίος σαν μουσικός αλχημιστής μετέτρεψε την καταχνιά των πρώιμων BLACK SABBATH στην απόλυτη μεταλλική της έκφανση – κατάφερε αυτό που ενδεχομένως δεν κατάφεραν οι TROUBLE δύο χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια; Κάτι παραπάνω από ιδανική.

Ο MESSIAH MARCOLIN αναλαμβάνει «χρέη» πίσω από το μικρόφωνο και γίνεται σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη σκηνή. Οι 3 + 1 δίσκοι που φιγουράρει [Nightfall, Ancient Dreams, Tales…, Live] θωρακίζουν αδιαμφισβήτητα τα θεμέλια που έθεσε το ντεμπούτο.

Ακολουθούν αποχωρήσεις μελών, ανακάτεμα της τράπουλας και νέα παρτίδα για διαφορετικά γούστα αυτή τη φορά. Το αποτέλεσμα είναι καλό, αλλά η τάση για αλλαγή στον ήχο παραπάνω από έκδηλη.

Αναπόφευκτα, έρχονται τα χρόνια της «παρακμής». Η μπάντα αλλάζει, απομακρύνεται από τις ρίζες της, αλλά καταφέρνει να διατηρήσει το σκοτεινό της προσωπείο. Η επανασύνδεση με τον Messiah λίγα χρόνια αργότερα θα την ξαναβάλει στις ράγες, αλλά παράλληλα θα είναι η τελευταία πράξη μιας παράστασης που θα αφήσει πικρή γεύση σε πολλούς.

Αυτό που θα ακολουθήσει, όμως, και το οποίο δεν τολμούσαμε να ξεστομισουμε ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα, θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα.

Η έκταση, η λυρικότητα και η θέρμη της φωνή του ROBERT LOWE των SOLITUDE AETURNUS θα βρει τρόπο να τρυπώσει «ψυχρή» παρέα των πέντε Σουηδών. Θα αποτελέσει έτσι το ιδανικό συστατικό για ένα νέο ξεκίνημα, με τον Edling να εκμεταλλεύεται στο έπακρο το momentum που του χάρισε αυτή η μεταγραφή. Με τον Lowe οι CANDLEMASS θα ξαναμπούν σε τροχιά έντονης παραγωγικότητας και θα εμφανιστούν ενώπιον όλων πιο αποφασισμένοι από ποτέ. Όλα αυτά, βέβαια, σε μια πρώτη ανάγνωση, γιατί η πραγματικότητα εντός των τειχών είναι εντελώς διαφορετική. Τρεις δίσκους μετά, τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τον Τεξανό τραγουδιστή θα επισκιάσουν εν τέλει την απόδοσή του, και η ρήξη με τον ηγέτη της μπάντας δεν θα αποτελέσει έκπληξη για κανένα.

Έκτοτε το μονοπάτι θα σκοτεινιάσει επικίνδυνα.

Τα προβλήματα υγείας και οι λάθος επιλογές του Leif θα επιφέρουν πλήγμα όχι μόνο στη μπάντα, αλλά και στο κοινό που την ακολουθεί χρόνια. Η θυσία ενός ονόματος στο βωμό του κέρδους είναι κάτι με το οποίο έχουμε μάθει να ζούμε καιρό τώρα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει σε αυτή τη περίπτωση δεν έχει προηγούμενο. Η ιστορία του επικού Doom Metal ξεπουλιέται – στην κυριολεξία – σε ένα βράδυ για μερικές ζαριές και λίγες «βόλτες» στη ρουλέτα. Και όλα αυτά, γιατί; Για λίγα φράγκα παραπάνω; Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Το συγκεκριμένο γεγονός θα αποτελέσει το πιο σκοτεινό σημείο στην ιστορία του Edling ως ηγέτη των CANDLEMASS. Πιο σκοτεινό ακόμα και από τους κόσμους που ο ίδιος έχει πλάσει όλα αυτά τα χρόνια. Μόνο οι KISS θα μπορούσαν να σκεφτούν κάτι τόσο ειδεχθές όσο το να «κρύψεις» τη μουσική σου πίσω από ένα τείχος τζόγου.

Πικρία, θυμός, απογοήτευση.

Παρόλα αυτά, το ταξίδι συνεχίζεται.

Ο μαέστρος έχει αφήσει πια το τιμόνι και έχει αποσυρθεί στα ιδιαίτερά του, συντροφιά με τους δαίμονες που τον κατατρέχουν. Όλοι ξέρουν ποιος είναι και όλοι γνωρίζουν τι έχει κάνει. Μα πιο καλά από όλους γνωρίζει εκείνος. Δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Το έχει γράψει και η ιστορία άλλωστε, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει…