Εάν έπρεπε να περιγράψω τη μουσική των GYGAX με δυο λέξεις, τότε σίγουρα θα μιλούσα για πολύ ενέργεια. Αν βέβαια επέλεγα να μιλήσω για πολύ Thin Lizzy, θα έπεφτα και πάλι μέσα. Μια ματιά στις προηγούμενες δουλειές και την ιστορία της μπάντας, είναι αρκετή για να απαντήσει στο γιατί θα ίσχυε κάτι τέτοιο.

Οι GYGAX δημιουργήθηκαν προ πενταετίας από ό,τι απέμεινε απ’ τους GYPSYHAWKS και επιδίδονται μέχρι και σήμερα σε ανελέητο χαρντ ροκ στα βήματα των THIN LIZZY και των UFO. Με σύγχρονους όρους θα λέγαμε πως είναι «συνάδελφοι» των VOJD και των TANITH σε ό,τι αφορά τον ήχο, αλλά διακατέχονται από μία σαφώς πιο χαβαλετζίδικη διάθεση.

Όπως προδίδει και ο τίτλος, η μπάντα συνεχίζει στο nerdy μοτίβο των προηγούμενων δίσκων, με το Dungeons & Dragons να είναι η κύρια πηγή έμπνευσης στο στιχουργικό κομμάτι. Βασικά, οι στίχοι είναι D&D, δεν είναι απλά επηρεασμένοι από αυτό. (σσ: Gygax = Gary Gygax, δημιουργός του D&D.) Το ίδιο ισχύει και για το φοβερό εξώφυλλο που φιλοτέχνησε για ακόμα μια φορά ο Fares Maese. Επικό, παραμυθένιο, και πιασάρικο.

Το πρώτο που γίνεται ξεκάθαρο με το “High Fantasy” είναι πως οι GYGAX λατρεύουν τη κιθάρα σαν όργανο. Ο δίσκος είναι γεμάτος από καλοδουλεμενα κιθαριστικά leads, που, είτε μιλάμε για διπλές a la THIN LIZZY μελωδίες, είτε για αυτούσια solos, κάνουν τον συγκεκριμένο δίσκο να ξεχωρίζει από το «σωρό». Τραγούδια όπως τα “Something so Familiar” και “High Fantasy” είναι ίσως το καλύτερο παραδείγματα για αυτό που περιγράφω, με τα leads να είναι εκφραστικά, πιασάρικα και ιδιαιτέρως uplifting. Τα φωνητικά, αν και σαφώς βελτιωμένα σε σχέση με το “2nd Edition”, δε ξεφεύγουν από τη πεπατημένη του είδους. Ο Eric Harri, σαν γνήσιος ρόκερ που είναι, τραγουδά με όρεξη ιστορίες για μάγους, πολεμιστές και τέρατα, αλλά εκεί που πραγματικά διαπρέπει είναι το μπάσο. Ναι, ο τύπος τραγουδά και παίζει μπάσο ταυτόχρονα (ποιον μας θυμίζει άραγε), και δε σταματά να γκρουβάρει ούτε λεπτό. Τα τύμπανα έρχονται και κουμπώνουν γάντι με τις μπασογραμμές του, και αν και υπερβολικά ανά σημεία, δεν κουράζουν σε καμία περίπτωση. Αν δεν διάβαζα πως η μπάντα έχει πληκτρά, και μάλιστα μόνιμο, δεν θα καταλάβαινα ποτέ πως στο δίσκο υπάρχουν πλήκτρα. ΟΚ, υπερβάλλω μόνο και μόνο για να δείξω πως μένουν πάντα στο παρασκήνιο και πως ο ρόλος τους είναι καθαρά βοηθητικός.

Γενκα το “High Fantasy” είναι ένας ισορροπημένος δίσκος. Κινείται από την αρχή μέχρι το τέλος σε mid-tempo – και βάλε – μονοπάτια, ενώ κανένα από τα κομμάτια δεν ξεπερνά τα 4 λεπτά. Έχει αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο πως η μπάντα είναι της «σχολής» των AC/DC, καθώς δε φαίνεται να την ενδιαφέρει να πάει τον ήχο της «αλλού». Δεκτό. Πάντα, όμως, θα υπάρχει χώρος για κάτι καινούριο, όσο μικρό και είναι αυτό. Για παράδειγμα, το instrumental “Acquisition, Magnus Canis” μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι άκρως πιο ενδιαφέρον από το 2λεπτο «σφηνάκι» που κάποιος πέταξε στη μέση του δίσκου. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα κομμάτια σε μικρότερο βαθμό βέβαια. Δεν υπάρχουν fillers, αλλά όταν έχεις μια μπάντα που μπορεί να δώσει πολλά περισσότερα από αυτά που ακούς στο δίσκο, τότε ο παραπάνω συνειρμός γίνεται σχεδόν αυτόματα. 

Οι GYGAX με τον τρίτο τους δίσκο δεν απογοητεύουν, παράλληλα, όμως, δεν καταφέρνουν και να εκπλήξουν. Το καλοπαιγμένο χαρντ ροκ τους είναι σίγουρα άξιο προσοχής και όποιος περιμένει κάτι παραπάνω από αυτό, μάλλον θα απογοητευτεί.